- χρυσωρύχος
- οεργάτης χρυσωρυχείου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χρυσωρύχος — ο, ΝΜΑ άτομο που σκάβει τη γη ή ανασκαλεύει την άμμο για να βρει χρυσό νεοελλ. μσν. εργάτης σε χρυσωρυχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ωρύχος (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. μεταλλ ωρύχος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
χρυσωρύχους — χρυσώρυχος digging for gold masc/fem acc pl χρῡσωρύχους , χρυσωρύχος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσωρύχων — χρυσώρυχος digging for gold masc/fem/neut gen pl χρῡσωρύχων , χρυσωρύχος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσωρυχίτης — ὁ, Μ ο χρυσωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσωρύχος + κατάλ. ίτης*] … Dictionary of Greek
μονόρρυθμος — μονόρρυθμος, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει σε έναν μοναδικό ρυθμό ή αποτελεί μοναδικό είδος 2. αυτός που κατοικείται μόνο από έναν («πάρεστιν οἰκεῑν καὶ μονορρύθμους δόμους», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί μον ωρύχος (πρβλ. χρυσωρύχος) < μον(ο) * +… … Dictionary of Greek
σήραγγα — Υπόγειο τμήμα σιδηροδρομικής γραμμής, τροχιόδρομου ή δρόμου. Οι σήραγγες διασχίζουν υψώματα, προστατεύουν τις σιδηροδρομικές γραμμές ή τους δρόμους σε εδάφη που κατολισθαίνουν ή διοχετεύουν την κίνηση των οχημάτων κάτω από την επιφάνεια των… … Dictionary of Greek
σηλαγγεύς — ὁ, Α χρυσωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σηλαγγεύς < σᾰλαγξ «μεταλλικό σκεύος» (< σάλος*), ενώ το η τού τ. κατ επίδραση τού σῆραγξ «σανίδωμα που χρησιμοποιούσαν οι χρυσωρύχοι» (βλ. λ. σήραγγα)] … Dictionary of Greek
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek
χρυσωρυχία — η, ΝΜ [χρυσωρύχος] εξόρυξη χρυσού … Dictionary of Greek
χρυσωρυχείο — το / χρυσωρυχεῑον, ΝΜΑ [χρυσωρύχος] ορυχείο χρυσού νεοελλ. μτφ. πηγή άφθονου πλούτου («η δουλειά αυτή είναι σωστό χρυσωρυχείο») … Dictionary of Greek